- πανοπλίας
- πανοπλίᾱς , πανοπλίαsuit of armour of afem acc plπανοπλίᾱς , πανοπλίαsuit of armour of afem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
CLYPEUS — Casaubono ad Trebellium, in Divo Claudio, c. 3. duo significat, scutum sive ἀπίδα et imaginem: Prima, inquit, inventio fuit ad necessitatem, ut corpus defenderet; dein accessit decoris et elegantiae studium, coeperuntque pingiscuta: inde nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
ατσάλι — Βλ. λ. χάλυβας. * * * το (Μ ατσάλι) 1. ο χάλυβας 2. ο θώρακας της πανοπλίας νεοελλ. οτιδήποτε έχει μεγάλη αντοχή και είναι σκληρό και άκαμπτο όπως ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) azzal] … Dictionary of Greek
βραχιονιστήρας — ο (Α βραχιονιστήρ) νεοελλ. [βραχίων] 1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα 2. περιβραχιόνιο αρχ. βραχιόλι … Dictionary of Greek
βραχιόνι — το (Μ βραχιόνιον) [βραχίων] 1. ο βραχίονας 2. το βραχιόλι μσν. μέρος της πανοπλίας που σκεπάζει τον βραχίονα … Dictionary of Greek
γίγγλυμος — ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός) γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση τού αγκώνα) αρχ. 1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου 2. πόρπη 3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα τής πανοπλίας… … Dictionary of Greek
γαμπιέρα — η τμήμα τής πανοπλίας που σκεπάζει τις γάμπες, περικνημίδα … Dictionary of Greek
γαστρί — το (AM γαστρίον) [γαστήρ] νεοελλ. γλαστράκι, συνήθως σταμνί τού οποίου έσπασε το επάνω μέρος μσν. κάθε μεταλλικό έλασμα πανοπλίας στο μέρος τής κοιλιάς αρχ. 1. είδος αλλαντικού 2. γλύκισμα με σουσάμι … Dictionary of Greek